ἡμεράλωψ

ἡμεράλωψ
ἡμεράλωψ [ᾰ], , , the contrary of νυκτάλωψ (q. v.), Gal.14.768 (from Dem. Ophth., cf. Simon. Jan. s.v.
A nictilopa).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημεράλωψ — ο, η (Α ημεράλωψ) αυτός που πάσχει από ημεραλωπία, αυτός τού οποίου η όραση ελαττώνεται από τη στιγμή που το φως τής ημέρας ελαττώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)* + παρέκταση αλ κατ αναλογία προς το νυκτ άλ ωψ* + ωψ «βλέμμα, πρόσωπο» (< όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • hemerálope — ► adjetivo/ sustantivo masculino femenino MEDICINA Se aplica a la persona que padece hemeralopía. * * * hemerálope. (Del gr. ἡμεράλωψ, ωπος, de ἡμέρα, día, y ὤψ, ὠπός, vista). adj. Med. Que padece hemeralopía. * * * ► adjetivo sustantivo de… …   Enciclopedia Universal

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ημεραλωπία — Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε… …   Dictionary of Greek

  • hemerálope — (Del gr. ἡμεράλωψ, ωπος, de ἡμέρα, día, y ὤψ, ὠπός, vista). adj. Med. Que padece hemeralopía …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”